αυτοπροσωπογραφία

αυτοπροσωπογραφία
Προσωπογραφία ζωγράφου που φιλοτεχνείται από τον ίδιο τον καλλιτέχνη. Στον πίνακα αυτό, ο καλλιτέχνης εκφράζει, κατά τους τεχνοκριτικούς και τους ψυχολόγους, περισσότερο έντονα τις καλλιτεχνικές αντιλήψεις και προτιμήσεις του. Μεταχειρίζεται δηλαδή τον εαυτό του, που τον θεωρεί μοντέλο με το οποίο είναι φυσικό να ταυτίζεται απόλυτα, για να επιχειρήσει κάποια καλλιτεχνική αναζήτηση ή να πραγματοποιήσει κάποιον καλλιτεχνικό πειραματισμό. Πίνακες του είδους είναι γνωστοί από τους αρχαίους και τους μεσαιωνικούς χρόνους αλλά η τελική διαμόρφωσή τους σε ιδιόμορφο είδος ζωγραφικής οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στους ζωγράφους της Αναγέννησης. Αυτοπροσωπογραφία του Άγγλου ζωγράφου Γουίλιαμ Ντόμπσον (1610-1646). Αυτοπροσωπογραφία του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου Β. Βαν Γκογκ.
* * *
η
προσωπογραφία ζωγραφισμένη από τον ίδιο τον εικονιζόμενο σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + προσωπογραφία. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. self-portrait)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αυτοπροσωπογραφία — η προσωπογραφία ζωγράφου που έγινε από τον ίδιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Γκογκέν, Πολ — (Paul Gauguin, Παρίσι 1848 – Ατουάνα, νησιά Μαρκέσας 1903).Γάλλος ζωγράφος. Θεωρείται από τους μεγαλύτερους αναμορφωτές της μοντέρνας ζωγραφικής με ευρύτατη επίδραση σε πολλά πρωτοποριακά ρεύματα του 20ού αι. Άρχισε να ζωγραφίζει μετά τα 25 του… …   Dictionary of Greek

  • Άντλερ, Σάλομον — (Salomon Adler, 17ος αι.). Γερμανός ζωγράφος. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Μιλάνο, όπου και δίδαξε τη ζωγραφική σε καλλιτέχνες της εποχής του. Δέχτηκε την επίδραση του Ρέμπραντ, κυρίως στην απεικόνιση των ενδυμασιών και στις φωτοσκιάσεις …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Θεοτοκόπουλος, Δομήνικος ή Ελ Γκρέκο — (Ηράκλειο Κρήτης 1541 – Τολέδο 1614). Ζωγράφος. Σε ηλικία περίπου 35 ετών εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ισπανία, όπου δημιούργησε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος του καλλιτεχνικού του έργου. Το παράξενο και μοναδικό στην ιστορία της ζωγραφικής… …   Dictionary of Greek

  • Κουνελάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1829 – Κάιρο 1869). Ζωγράφος. Πολύ νέος έφυγε με την οικογένειά του από την Κρήτη, πιθανότατα από τα Χανιά, και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το 1857, μετά τις ζωγραφικές σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας… …   Dictionary of Greek

  • Κουρμπέ, Γκιστάβ — (Gustav Courbet, Ορνάν, Γαλλία 1819 – Λα Τουρ ντε Πελζ, Ελβετία 1877). Γάλλος ζωγράφος. Στην Ορνάν, όπου ξεκίνησε τις σπουδές του, συνδέθηκε φιλικά με τον Μαξ Μπισόν. Αργότερα, γράφτηκε στο κολέγιο της Μπεζανσόν (1837) και μελέτησε σχέδιο με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”